Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2012




                      ΧΡΗΣΤΟΣ Ν ΘΕΟΦΙΛΗΣ 

                   ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ.

                         ΜΙΚΡΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ .


ΧΡΗΣΤΟΣ ΘΕΟΦΙΛΗΣ Σ΄ αυτή την συνάντηση, αποζητώ αυτό που αποκηρύσσει η κριτική, γιατί πιστεύω σ΄ αυτά που γράφει ο καλλιτέχνης για την τέχνη του, τις δικές του αισθητικές διακηρύξεις και τον ποιητικό του λόγο-εξομολόγηση και ας τον ανατρέπει πολλές φορές αυτός ο λόγος. Αυτές οι «λεκτικές εικόνες» είναι το μοναδικό πέρασμα κατανόησης του έργου του.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ«Το μοναδικό πέρασμα κατανόησης του έργου είναι το ίδιο το έργο. Ο καλλιτέχνης, μπορεί να ωραιολογεί , να σκηνοθετεί ή το χειρότερο, να ισχυρίζεται και να μην πραγματώνει καλλιτεχνικά. Να ασκεί μια ρητορική χωρίς καλλιτεχνική πράξη. Το μεγάλο κληροδότημα του πρώιμου μοντερνισμού, η «πραγμάτωση» του έργου και όχι η απλή διακήρυξη των προθέσεων του καλλιτέχνη , περνάει μεγάλη κρίση. Η εννοιοκρατική εκδοχή της τέχνης και οι φιλολογικές μονομέρειες που έχουν κυριαρχήσει, και κυρίως, η συλλογική βύθιση σε έναν «μεταμοντέρνο» πολιτιστικό και ηθικό χυλό, έχουν δημιουργήσει μια πλημμυρίδα άσαρκης και αστήρικτης κειμενογραφίας σύμμετρης με την απουσία πρωτογενούς και πρωτότυπου έργου. Εν τέλει, έχει αποσυναρμολογηθεί η γενετική σχέση έργου- λόγου, έχει κατισχύσει μια αναιδής, φλύαρη και ανήθικη πολυπραγμοσύνη- μερικές φορές μάλιστα και με βιβλιογραφική διακόσμηση . Κατά την γνώμη μου αυτή την παθολογία την ενσαρκώνει η μεταβολή της Κριτικής σε εντυπωσιογραφία , ή έκπτωση της Ιστορίας σε ένα είδος ιστορικού ρεπορτάζ και η υποχωρητική μετασκευή του Έργου σε φιλολογικό άλλοθι .»

ΧΡΗΣΤΟΣ ΘΕΟΦΙΛΗΣ Η τέχνη δεν είναι αποτέλεσμα εφαρμογής των ιδεών των κριτικών τέχνης. Ο τεχνοκριτικός σκέφτεται ως κριτικός και ο καλλιτέχνης ως καλλιτέχνης και ο τρόπος του σκέπτεσθαι των δύο είναι διαφορετικός. Οι ιδέες είναι διαφορετικές. Υπάρχουν αλλά η μια αντιπαλεύει την άλλη.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ «Το ενδιαφέρον είναι όταν ανταλλάσουν και τους ρόλους τους. Στον εικοστό αιώνα ένα μεγάλο μέρος της καλλιτεχνικής δημιουργίας οφείλεται στην υψηλή καθοδήγηση της τεχνοκριτικής. Η τελευταία επηρέασε μεγάλους συλλέκτες (και επηρεάστηκε βεβαίως αφού εξαρτήθηκε οικονομικά απ αυτούς) ήλεγξε μουσειακούς επιτελείς, δημιούργησε ροπές αποδοχής έργων και καλλιτεχνών, κατασκεύασε επιθυμίες. Βεβαίως με τον ίδιο τρόπο οι πονηροί δημιουργοί σφετερίστηκαν την άγνοια πολλών τεχνοκριτικών ή την βουλημική επιθυμία τους για παραγωγή «νέου» και τους παγίδευσαν σε μια προφάνεια ή σε ένα είδος θρησκοληψίας. Τους «πούλησαν» αυτό που οι τελευταίοι ήταν έτοιμοι να «αγοράσουν». Είναι ενδιαφέρον ότι στις παρυφές της Νεωτερικότητας συγκροτήθηκε από το, ολέθριο για τον στοχασμό, μίγμα καλλιτεχνών και κριτικών, μια μαζική θρησκοληπτική υστερία γύρω από το Καλό και το Κακό. Το Καλό «Νέο» και το Κακό «Παλιό». Τους «φωταδιστές» και τους «σκοταδιστές». Ο Μπρετόν ή ο Μάλεβιτς είναι παραδείγματα αυτής της ολοκληρωτικής αντίληψης και των μανιχαϊστικών διλημμάτων. Διαβάζεις κείμενά τους και τρομάζεις. Πολλοί δικοί μας, της μεταπολεμικής γενιάς, ο Κανιάρης ,ο Τσόκλης, ο Κεσσανλής κλπ με μια ανάλογη μανιχαϊστική κατασκευή, όρισαν μια πολύ στενή αντίληψη για το έργο. Το «καλό», μια επαρχιώτικη επανάληψη του μαίην στρημ και το «κακό», το αποκλίνον από την Παρισινή η Νεοϋορκέζικη κανονικότητα . Το πρώτο είναι το νόμιμο, το σύγχρονο και το γενναία χρηματοδοτούμενο από το κράτος, το δεύτερο είναι το αναχρονιστικό , το παράνομο, και κομμένο από κάθε μέριμνα. Στην πραγματικότητα απονομιμοποίησαν την κριτική πολλαπλότητα και τους περίπλοκους κώδικες που μεταχειρίζεται η αλήθεια για να υποστασιοποιηθεί. Η επιμονή στη ζωγραφική και το βλέμμα, βαφτίστηκαν παρωχημένη, τριτοκοσμική θεώρηση. Έφτιαξαν και θέσμισαν μια οπαδική σχέση με τις διεθνείς καλλιτεχνικές πληροφορίες, κυρίως με την ηγεμονική τέχνη των ιμπεριαλιστικών κέντρων. Η κριτική πρόσληψη που, έστω με απλουστεύσεις και φορμαλισμούς, είχε κερδηθεί από την γενιά του ΄30, πήγε περίπατο. Βεβαίως μια χώρα με σκληρότατες εθνικές δοκιμασίες, εμφύλιο πόλεμο, πολιτικές εκτροπές, ίσως δεν μπορούσε να δημιουργήσει μια καλλιτεχνική ελίτ διαφορετική, πολιτισμικά πιο ψύχραιμη και πολύπλευρα μορφωμένη. Μια ελίτ που να μην καταλήξει ένα κρατικοδίαιτο και σε μεγάλο βαθμό, παρασιτικό μόρφωμα , καταπνίγοντας ακόμα και το ίδιο της το -συχνά- αναμφισβήτητο, ταλέντο. Η μεταπολεμική ελίτ είχε ανάγκη την φαντασιακή συγκρότηση ενός ιδανικού εαυτού, σε αντιδιαστολή με την πολιτική λασπουριά του μεταπολέμου. Πολλοί καλλιτέχνες της συγκεκριμένης γενιάς , διάλεξαν την πολιτιστική μετανάστευση που μεταβλήθηκε σε ηθική υπερκατασκευή. Το ωραίο και βαθύ είναι αλαμπές και δυσνόητο. Πολλοί δημιουργοί δεν είναι ευδιάκριτα μοντέρνοι και ρηξιακοί. Ο Χόπερ, ο Φρόϋντ, ο Σάδερλαντ, ο Χόκνευ ο Μπέικον, ο Τζιακομέτι , η Κόλβιτς, η Κάλο, ο Άουρμπαχ , ο Κήφερ κ.α. έχουν μεγάλη πλαστική αντοχή και εκφραστικό βάθος-ο καθένας στην εποχή, στον τόπο και στο ιδίωμά του. Αυτή την πολιτισμική βιοποικιλότητα έγινε προσπάθεια να την εξαφανίσουν στην Ελλάδα. Σοβαροί καλλιτέχνες, είτε αδικήθηκαν, είτε εκτοπίστηκαν με μια βιαστική παρανάγνωση. Η Γενιά του μεταπολέμου, σε ένα μεγάλο βαθμό ήταν αιμοσταγής και δίδαξε στους μεταγενέστερους τον κανιβαλισμό. Πολλοί από τους καλλιτέχνες της (φυσικά όχι όλοι, ούτε στον ίδιο βαθμό) έζησαν με την πεποίθηση της μεγαλοφυΐας που δεν έγινε αντιληπτή από τις μάζες. Φυσικά έγινε … αντιληπτή από το κράτος. Κάθε νεωτερικός ισχυρισμός, αγκαλιάζονταν από το (κατά τα άλλα, αντιδραστικό) κράτος και χρηματοδοτούνταν . Μπιενάλε, κρατικές εκδηλώσεις στο εξωτερικό, θέσεις στα Πανεπιστήμια, στις ποικίλες κρατικές επιτροπές, κατελήφθησαν από ελάχιστους προνομιακούς συνομιλητές του «Θεού». Στον ελλειμματικό τόπο μας όποιος διακηρύττει κάποια καινοτομία ή συγχρονία με την διεθνή σκηνή, (μιμητική και μπαγιάτικη βεβαίως) είναι σίγουρα κερδισμένος. Αυτή η πρωτόγονη –«γιουροβιζιονιστική»- αντίληψη, καθόρισε και εξακολουθεί να καθορίζει τους όρους του παιχνιδιού και της συνακόλουθης υπανάπτυξης. Θέλω να πω και το εξής: Η Δυτική λόγια μουσική σκηνή, Ο Σαίνμπερκ, ο Στραβίνσκυ, ο Σοστακόβιτς, ο Μπάρτοκ, ο Σκαλκώτας κλπ με εξαιρετικά πολύπλοκες αρχιτεκτονικές στην μουσική τους, άγγιξαν το βάθος από άλλο δρόμο από ό,τι ο Βάιλ , ο Ντεσσάου, ο Άϊσλερ αλλά και ο Βαμβακάρης, οι δημώδεις παραδόσεις, ο Θεοδωράκης, ο Ξενάκης, ο Μαμαγκάκης κλπ. Αυτά τα εκπληκτικά παραπληρώματα –όχι οι ισοδυναμίες- έκτισαν τον μεγάλο μουσικό μας κόσμο. Το ίδιο και στην ζωγραφική. Δίπλα σε μια περίπλοκη λόγια κατασκευή όπως του Μπρακ, αστράφτει ο Θεόφιλος. Παράλληλα με τον Ντυμπυφέ ή τον Φρόϋντ, υπάρχει ο Κανακάκις και ο Ακριθάκης. Από το απέναντι μπαλκόνι ο Καλαμάρας μπορεί να κοιτάει τον Σεζάρ. Δεν είναι ανταγωνιστικοί. Αυτά στην φτωχή και επαρχιώτικη ελληνική σκηνή, τα βιώσαμε (σήμερα ακόμα σκληρότερα) ως διλήμματα και όχι ως ενιαία περιουσία.»

ΧΡΗΣΤΟΣ ΘΕΟΦΙΛΗΣ)Στο έργο σου διακρίνω την άρνηση της προκατασκευασμένης φόρμας και στο λόγο σου –ως δραστηριότητα- διακρίνω επέκταση του πλαστικού σου έργου, όλα σε μια «ομοαίματη» σχέση.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ «Η αποφάσεις στην ζωγραφική, πρέπει να προκύπτουν, όχι να εγκαθίστανται. Αυτό σε ανανεώνει και δημιουργεί ένα σκληρό πυρήνα στο έργο. Πρέπει να κοιτάς σκεπτόμενος, αλλά και με απελπισμένη ευθύτητα, χωρίς πόζες. Μέσα στην ζωγραφική δεν μπορείς να πλασάρεσαι, δεν μπορείς να ποζάρεις ωραιοπαθής και επιδέξιος . Μια τέτοια στάση είναι θνησιγενής , δεν σε περιέχει, δεν σε περιλαμβάνει. Ως ύπαρξη εννοώ. Μέσα από την ωραιοπάθεια ή την βλακώδη μίμηση ασκείς πιθανόν ένα είδος τέχνης, αλλά παραμένεις συναισθηματικά και πνευματικά αδρανής. Στην ζωγραφική μου προσπαθώ να είμαι το έργο, όχι να το κάνω ερήμην μου. Το κείμενο έρχεται μετά. Αν δε δουλέψω στο εργαστήρι, δε γράφω. Δεν έχω σθένος, καταφεύγω σε βιβλιογραφικές ευκολίες. Μπορώ να γράψω γι΄ αυτό που με απελπίζει και με ματαιώνει στην ζωγραφιά. Η ζωγραφιά φεύγει διαρκώς και πρέπει να την σταματήσεις, να στερεωθεί σε μια κατάσταση που να σε ταΐζει και την επόμενη μέρα. Έτσι μερικές φορές γίνεσαι πρωτότυπος και πυκνός, αλλά και συχνά καταστροφέας του ίδιου σου του έργου. Μεταθέτεις τις ευθύνες μέσα από την καταστροφή. Δεν σου βγαίνει το έργο και αθωώνεσαι καταστρέφοντας. Έχω μετανιώσει πικρά , για πολλά ενταφιασμένα έργα που βρίσκονται πίσω από κάθε έργο μου. Έτσι αργώ, με αποτέλεσμα να μεγαλώνει ο εκθεσιακός μου χρόνος. Στην ζωγραφική πρέπει να συγχωρείς, αλλά με αυστηρότητα. Να διορθώνεις πάλι και πάλι αλλά να μην απονεκρώνεις το έργο στην προσπάθεια να το ελέγξεις. Διάλεξε το κίνδυνο, ξύπνα και δυσφόρησε μπροστά του, θυμήσου τον Πατέρα, τον τόπο σου, αγάπησε άφοβα. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος νομίζω . Είμαι πενήντα χρονών πρέπει να αφοσιώνομαι στα πράγματα, στην ζωγραφική . Με δαπάνη. Δεν έχω πολύ χρόνο.»

ΧΡΗΣΤΟΣ ΘΕΟΦΙΛΗΣ Στο έργο σου σημειώνω ότι η φόρμα-γραφή βρίσκει την δικιά σου αλήθεια και ποτέ δεν είναι υπαινικτική. Διακρίνω την καταγραφή, την απόγνωση και την ένταση των μορφών σου.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ «‘Αστα… Νοιώθω τελείως μόνος και αβέβαιος. Είναι ένα είδος πολυτέλειας αυτή η αβεβαιότητα, αλλά την έχω κερδίσει. Η ζωγραφική είναι απόλυτη σαν πράξη, αρμόζει και θέτει. Δεν τίθεται. Αν η φόρμα δεν λέει κάτι- κάτι υποχρεωτικό και αμετάκλητο- αλλά μόνο δηλώνεται, τότε είναι απλώς επιλογή. Περιττεύει, κάθεται πάνω στα έργα, δεν εκρήγνυται από το εσωτερικό τους. Από τότε που έλυσα ορισμένα εκφραστικά προβλήματα με τα πρόσωπα του ζόφου–ένα θέμα φιλόδοξο αφού είναι τεκμηριωμένο από μέγιστους ζωγράφους -όλα τα άλλα θέματα τα βαριέμαι. Μπορεί και να γερνάω, επομένως να θέλω την περίσκεψη και την οικονομία.»

ΧΡΗΣΤΟΣ ΘΕΟΦΙΛΗΣ Σάμος. Γενέθλιος τόπος ως αρχικό κοίταγμα.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ «Γεννήθηκα σε ένα Αριστερό σπίτι Διανοουμένων, σ΄ έναν τόπο και μια εποχή που δεν άντεχε κανένα από τα δύο. Ο πατέρας μου έγραψε μυθιστόρημα, θέατρο, ιστορικό δοκίμιο, πολιτεύτηκε με την Αριστερά, εξορίστηκε. Η μητέρα μου ήταν αστή , πολύγλωσσος, μορφωμένη και μόνη. Αυτή την πολλαπλή μοναξιά τους την ζήσαμε και τα παιδιά. Μορφώθηκα με την μπάλα . Διάβασα μετά τα δεκαοκτώ (από αντίδραση στον πατέρα μου) , ζωγράφιζα με ένταση από τα εννέα (από αντίδραση προς όλους). Όμως γλύτωνα έτσι. Μου λείπουν τα χωράφια με το παχύ χόρτο, η φουρτούνα, οι γονείς μου. Δεν έχω σχεδόν τίποτα δικό τους, εκτός από μερικά χειρόγραφα ιστορίας του πατέρα μου και μερικά σημειώματα νουθεσίας της μάνας μου. Ευτυχώς είναι η Στέλλα, η κόρη μου, που με κρατάει με τους περισπασμούς και τις δύσκολες ερωτήσεις. Ο καθένας ανακαλεί στον τόπο του κάτι έκτακτο, κάποια κρίσιμη λεπτομέρεια μεγάλης σημασίας. Ο τόπος είναι ιδεολογική και συναισθηματική κατασκευή, μίγμα μνήμης και επιθυμίας. Αλλά ακριβώς γι αυτό, ο τόπος είναι η πιο σημαντική παράμετρος της εαυτότητας. Ανακεφαλαιώνει και τις θεμελιακές σου εικόνες και τα γλωσσικά μέσα να τις πεις. Εκεί μέσα είμαι και εκεί συναντιέμαι.»
////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////
Ο Δημήτρης Σεβαστάκης δεν είναι στρατευμένος σε γραφές και κινήματα . Δεν ερευνά, βρίσκει. Η τέχνη του δεν είναι τέχνη του παρελθόντος, είναι ζωντανή.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΘΕΟΦΙΛΗΣ
////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////
Ο Δημήτρης Α. Σεβαστάκης γεννήθηκε το 1960 στο Καρλόβασι Σάμου. Σπούδασε ζωγραφική
στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών Αθήνας από το 1976 έως το 1985, με τους Γ. Μόραλη
και Δ. Μυταρά. Από το 1985 έως το 2007, έχει κάνει εννιά ατομικές εκθέσεις
ζωγραφικής σε αθηναϊκές, κυρίως, αίθουσες τέχνης: («Γκαλερί7», «Νέες Μορφές»,
«Τιτάνιουμ», «24», «Αίθουσα Τέχνης Αθηνών», «Μουσείο Μπενάκη» κ.λπ.) και έχει
συμμετάσχει σε πλήθος ομαδικών εικαστικών εκδηλώσεων, στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Είναι επίκουρος καθηγητής στη σχολή Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ με εμπλοκή σε πολλά
μαθήματα, διπλωματικές και διαλέξεις. Το 2006 ζωγράφισε για το ημερολόγιο της ΑΓΕΤ-
Ηρακλής. Δημοσιεύει κείμενα ή δοκίμιά του γύρω από προβλήματα τέχνης, στις
εφημερίδες «Καθημερινή», «Ελευθεροτυπία», «Αυγή» και στα περιοδικά τέχνης
«Highlights» και «Ίνδικτος», στα οποία είναι μέλος της συντακτικής επιτροπής. Έχει
επίσης δημοσιεύσει κείμενά του στα έντυπα λόγου και τέχνης: «Η λέξη», «Επίλογος»,
«Κάπα», «Δίφωνο», «Εποχή», «Αντί», «Βιβλιοθήκη» εφημ. Ελευθεροτυπίας, «Ουτοπία»,
κλπ. Έχει συμμετάσχει ως εισηγητής σε πολλά συνέδρια, πανεπιστημιακών ιδρυμάτων και
οργανώσεων πολιτισμού. Έχει συχνή επαφή με τον εναλλακτικό χώρο τέχνης ART ACT. με
καλλιτεχνικές και θεωρητικές δράσεις. Με την ζωγραφική του έχουν ασχοληθεί οι
περισσότεροι Έλληνες τεχνοκριτικοί και ιστορικοί ή θεωρητικοί της τέχνης. Έργα του
βρίσκονται σε πολλές ιδιωτικές και δημόσιες συλλογές στην Ελλάδα και το εξωτερικό.